αδάνειστος

αδάνειστος
η , ο [ος , ον ]
1) неодалживаемый; 2) не отданный взаймы; 3) не получивший ссуды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδάνειστος" в других словарях:

  • αδάνειστος — η, ο (Α ἀδάνειστος, ον) [δανείζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν είναι δυνατόν να δοθεί ως δάνειο σε κάποιον 2. αυτός που δεν ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο από κάποιον 3. αυτός που δεν δίνει δάνεια, που δεν δανείζει αρχ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • αδάνειστος — η, ο 1. αυτός που δε δόθηκε ως δάνειο: Δεν έχει άλλα χρήματα αδάνειστα. 2. αυτός που δε ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο: Οι περισσότεροι πήραν δάνειο από την τράπεζα, πολύ λίγοι έμειναν αδάνειστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»